^Κορυφή Σελίδας

foto1 foto2 foto3 foto4 foto5
foto5

Το DNA

Το δεοξυριβονουκλεϊκό οξύ (Deoxyribonucleic acid - DNA) είναι ένα νουκλεϊκό οξύ που περιέχει τις γενετικές πληροφορίες που καθορίζουν τη βιολογική ανάπτυξη όλων των κυτταρικών μορφών ζωής και των περισσοτέρων ιών. Το DNA συνήθως εντοπίζεται με τη μορφή μιας διπλής έλικας.

Αποκωδικοποίηση
Η αποκωδικοποίηση του DNA, η αποσαφήνιση δηλαδή του τρόπου με τον οποίο η δομή του DNA καθορίζει συγκεκριμένες γενετικές επιλογές, έχει επηρεάσει αρκετές πτυχές της ζωής στις μέρες μας. Τέτοιες ξεκινούν από τη χρήση του στην εξιχνίαση εγκλημάτων (και στην καταπολέμηση του εγκλήματος γενικότερα) και στην αποσαφήνιση οικογενειακών ή όχι σχέσεων μεταξύ ατόμων και φτάνουν μέχρι τη διευκόλυνση μελετών ιστορίας και ανθρωπολογίας, και τη διεύρυνση των μεθόδων που χρησιμοποιεί η Πληροφορική.

 

Ανακάλυψη
Η ανακάλυψη της δομής του DNA πραγματοποιήθηκε το 1953 από τους Τζέιμς Γουάτσον και Φράνσις Κρικ. Από πολλούς η ανακάλυψη της διπλής έλικας του DNA θεωρείται ως η μεγαλύτερη βιολογική ανακάλυψη του 20ου αιώνα. Για τη συνεισφορά τους στη μελέτη της δομής του DNA, οι Γουάτσον και Κρικ μοιράστηκαν το 1962 το βραβείο Νόμπελ με τον Μορίς Γουίλκινς, ο οποίος εργάστηκε προς την ίδια κατεύθυνση.

Ιστορική Αναδρομή
Η ανακάλυψη ότι το DNA είναι ο φορέας της γενετικής πληροφορίας είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς επιστημονικών ερευνών που διήρκησε πολλά χρόνια. Ενώ η ύπαρξη του στον πυρήνα των κυττάρων πιστοποιήθηκε ήδη από το 1869, ήταν στα μέσα του 20ου αιώνα που οι ερευνητές ξεκίνησαν να υποθέτουν ότι μπορεί να αποθηκεύει γενετική πληροφορία.
Τα νουκλεϊκά οξέα ανακαλύφθηκαν το 1869 από τον Φρίντριχ Μίσερ. Ο Μίσερ ανακάλυψε μέσα σε πυρήνες κυττάρων την ύπαρξη μιας ουσίας με συγκεκριμένη όξινη αντίδραση. Την ουσία αυτή ονόμασε νουκλεΐνη (από το λατινικό nucleus που σημαίνει πυρήνας).
Λίγο αργότερα, απομόνωσε από το σπέρμα σολωμού δείγμα της ουσίας που σήμερα αποκαλούμε DNA και το 1889 ο μαθητής του Ρίτσαρντ Άλτμαν την ονόμασε νουκλεϊκό οξύ
Την ίδια περίπου εποχή ο Αυστριακός μοναχός Γκρέγκορ Μέντελ ανακάλυπτε τους νόμους της Γενετικής. Παρήλθαν όμως 75 έτη προκειμένου να φανεί ότι η ανακάλυψη του Μίσερ αποτελούσε τη μοριακή βάση της ανακάλυψης του Mendel.
Σημαντικό ρόλο στην ανακάλυψη του γενετικού ρόλου του DNA είχε τo βακτήριο του πνευμονιόκοκκου. Το 1928 ο Φρεντ Γκρίφιθ χρησιμοποίησε δύο στελέχη του συγκεκριμένου βακτηρίου (Diplococcus pneumoniae), τα οποία ξεχωρίζουν μορφολογικά όταν καλλιεργηθούν σε θρεπτικό υλικό. Πιο συγκεκριμένα, συνηθίζεται να αναφερόμαστε:

  • στο λείο βακτήριο (συμβολίζεται με S από το λατινικό smooth = λείος) επειδή δημιουργεί λείες αποικίες ενώ ταυτόχρονα είναι παθογόνο, και
  • στο αδρό βακτήριο (συμβολίζεται με R από το λατινικό rough = αδρός) επειδή δημιουργεί αδρές αποικίες και δεν είναι παθογόνο.

Ο Γκρίφιθ ανακάλυψε ότι το μη παθογόνο βακτήριο (R) μπορεί να μετατραπεί σε παθογόνο (S), χορηγώντας σε ένα ποντικο ένα μίγμα βακτηρίων από ζωντανά αδρά βακτήρια και νεκρά λεία βακτήρια. Το μείγμα αποδείχτηκε παθογόνο, ενώ καθένα από τα συστατικά του από μόνο του δεν ήταν. Τόσο τα ζωντανά αδρά βακτήρια όσο και τα νεκρά λεία βακτήρια από μόνα τους δεν ήταν παθογόνα. Ο Γκρίφιθ συμπέρανε ότι με κάποιο τρόπο μερικά αδρά βακτήρια 'μετασχηματίστηκαν' σε λεία παθογόνα, χωρίς όμως να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τον τρόπο που γίνεται κάτι τέτοιο.
Η απάντηση δόθηκε το 1944, όταν οι Όσβαλντ Άβερι, Κόλιν Μακλέοντ και Μακλίν Μακάρτι επανέλαβαν τα πειράματα του Γκρίφιθ σε δοκιμαστικό σωλήνα εργαστηρίου (in vitro). Ο Άβερι και οι συνεργάτες του διαχώρισαν τα διάφορα συστατικά των νεκρών λείων βακτηρίων σε υδατάνθρακες, πρωτεϊνες, RNA, DNA κ.α. και ερεύνησαν ποιό από αυτά μπορούσε να μετασχηματιστεί. Τα αποτελέσματά τους έδειξαν ότι το συστατικό που προκαλούσε το μετασχηματισμό των αδρών βακτηρίων σε λεία ήταν το DNA. Ένα τέτοιο εύρημα ήταν μία πολύ καλή ένδειξη ότι το DNA αποτελεί το γενετικό υλικό και αποτέλεσε την αρχή μιας επαναστατικής περιόδου για τις βιολογικές επιστήμες.
Σημείο σταθμό σε αυτή τη περίοδο αποτελεί η ανακάλυψη της δομής του DNA που πραγματοποιήθηκε το 1953 από τους Τζέιμς Γουάτσον και Φράνσις Κρικ, δύο Βρετανούς ερευνητές που εργάζονταν στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Η ανακάλυψη τους όμως μάλλον θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως το αποτέλεσμα μιας σειράς σχετικών ερευνητικών δεδομένων, παρά ως μια μεμονωμένη 'επαναστατική' ανακάλυψη. Για παράδειγμα, από το 1948 ο Λάινους Πόλινγκ είχε ανακαλύψει ότι αρκετές πρωτεϊνες περιλάμβαναν σχήματα με ελικοειδή δομή, πραγματοποιώντας πειράματα με χρήση ακτίνων Χ. Επίσης, από το 1947 ο Έρβιν Τσάργκαφ είχε παρατηρήσει κάτι χαρακτηριστικό: σε οποιoδήποτε δείγμα DNA, τo ποσοστό των νουκλεοτιδίων που έχουν ως αζωτούχο βάση την αδενίνη είναι ίσο με τo ποσοστό των νουκλεοτιδίων που έχουν ως αζωτούχο βάση την αδενίνη, ενώ τo ποσοστό των νουκλεοτιδίων που έχουν ως αζωτούχο βάση την γουανίνη είναι ίσο με τo ποσοστό των νουκλεοτιδίων που έχουν ως αζωτούχο βάση την κυτοσίνη.
Βασιζόμενοι λοιπόν σε προϋπάρχουσες ενδείξεις, αλλά και στα αποτελέσματα των ερευνών των Μορίς Γουίλκινς και Ροζαλίν Φράνκλιν , οι Γουάτσον και Κρικ επιχείρησαν επιτυχώς να διατυπώσουν κάποιο μοντέλο δομής του DNA. Τα αποτελέσματα τους ανακοινώθηκαν στις 25 Απριλίου 1953, στο περιοδικό Nature. Για τη συνεισφορά τους στη μελέτη της δομής του DNA, οι Γουάτσον και Κρικ μοιράστηκαν το 1962 το βραβείο Nobel Βιολογίας με τον Μορίς Γουίλκινς .
To 1957 οι Γουάτσον και Κρικ πρότειναν το κεντρικό δόγμα της μοριακής βιολογίας, στο οποίο περιγράφουν τη διαδικασία με την οποία πρωτεϊνες παράγονται από το DNA του πυρήνα.
Σημαντικά επίσης σημεία της έρευνας σχετικά με το DNA αποτελούν η ανακάλυψη του μηχανισμού σύνθεσης του DNA από τον Άρθουρ Κορνμπεργκ το 1956 και η ανακάλυψη του γενετικού κώδικα από το Μαρσαλ Νιρενμπεργκ το 1961.

 

ΠΗΓΗ: Βικιπαιδεία

RizVN Login